βουκολίς

βουκολίς
βουκολίς
cattle-pasture
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουκολίς — βουκολίς, η (AM) [βουκόλος] κατάλληλη για να τρέφονται βόδια («βουκολὶς γῆ», «βουκολὶς πόα») …   Dictionary of Greek

  • βουκολίδα — βουκολίς cattle pasture fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”